- πολεμιστής
- ο, ΝΜΑ, επικ. τ. πτολεμιστής, Α, θηλ. πολεμίστρια, ΝΑ, θηλ. πτολεμιστρίς, -ίδος, Μ [πολεμίζω]αυτός που μετέχει στον πόλεμο, αυτός που πολεμά, ο μαχητήςαρχ.φρ. «πολεμιστὴς ἵππος»i) πολεμικός ίπποςii) πιθ. ίππος ιπποδρομικών αγώνων.
Dictionary of Greek. 2013.